- αελπής
- ἀελπής και –πτης, -ές (Α)1. αυτός για τον οποίο δεν έχει κανείς ελπίδα, απροσδόκητος, απρόσμενος2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἀελπῆαπροσδόκητα, αναπάντεχα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ἔλπομαι (= ελπίζω, προσδοκώ)].
Dictionary of Greek. 2013.